- ἐμμενές
- ἐμ - μενές (μένω): always ἐμμενὲς αἰεί, continually ever.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ἐμμενές — ἐμμενής abiding in masc/fem voc sg ἐμμενής abiding in neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμμενής — ἐμμενής, ές (Α) 1. σταθερός, επίμονος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐμμενές σταθερότητα, επιμονή 3. (το ουδ. ως επίρρ.) με επιμονή, αδιάλειπτα … Dictionary of Greek